- ἐκτάσει
- ἔκτασιςstretching outfem nom/voc/acc dual (attic epic)ἐκτάσεϊ , ἔκτασιςstretching outfem dat sg (epic)ἔκτασιςstretching outfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
εκτενώς — επίρρ. (AM ἐκτενῶς) νεοελλ. «εν εκτάσει» με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό») αρχ. μσν. πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά αρχ. 1. δραστήρια 2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς 3. με αφθονία 4. έντονα,… … Dictionary of Greek
ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… … Dictionary of Greek
λεπτογράφω — και λεπτογραφώ (Μ λεπτογράφω και λεπτογραφῶ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λεπτογραμμένος, η, ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος με λεπτές γραμμές μσν. γράφω λεπτομερώς, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + γράφω. Ο τ.… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
προελκομένως — Α επίρρ. διεξοδικά, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προελκόμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek